- καδμείος
- εία, ον кадмейский, относящийся к Кадму;
§ η καδμεία (νίκη) — кадмейская победа (гибельная для обеих сторон)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ η καδμεία (νίκη) — кадмейская победа (гибельная для обеих сторон)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Καδμεῖος — the Cadmeans masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καδμείος — α, ο (Α καδμεῑος, εία, ον, ιων. τ. καδμήιος, ίη, ον, θηλ. και καδμηίς, ίδος, ποιητ. τ. καδμέιος [Κάδμος] 1. αυτός που προέρχεται από τον Κάδμο ή ανήκει ή αναφέρεται στον Κάδμο, τον θεμελιωτή τών αρχαίων Θηβών 2. φρ. α) «καδμήια γράμματα» οι… … Dictionary of Greek
καδμείος — α, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Κάδμο: Τα γράμματα του ελληνικού αλφάβητου τα έλεγαν καδμεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Καδμεῖον — Καδμεῖος the Cadmeans masc acc sg Καδμεῖος the Cadmeans neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καδμεῖα — Καδμεῖος the Cadmeans neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καδμεῖαι — Καδμεῖος the Cadmeans fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καδμεῖε — Καδμεῖος the Cadmeans masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καδμεῖοι — Καδμεῖος the Cadmeans masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καδμηίην — Καδμεῖος the Cadmeans fem acc sg (epic ionic) Καδμήιος the Cadmeans fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καδμήια — Καδμεῖος the Cadmeans neut nom/voc/acc pl (ionic) Καδμήιος the Cadmeans neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καδμήιος — Καδμεῖος the Cadmeans masc nom sg (ionic) Καδμήιος the Cadmeans masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)